- καταντίζω
- καταντίζω (Μ)καταντώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τοὺ καταντῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακατάντιγος — η, ο και ακατάντιαστος, η, ο [καταντίζω] όποιος δεν έχει φθάσει κάπου, δεν έχει σταθεροποιηθεί, δεν έχει πετύχει την κοινωνική του αποκατάσταση, απρόκοφτος … Dictionary of Greek